- επιγαμία
- ηη επιμειξία με γάμο, ο σύνδεσμος οικογενειών, φυλών, εθνών κτλ. με γάμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιγαμία — ἐπιγαμίᾱ , ἐπιγαμία additional marriage fem nom/voc/acc dual ἐπιγαμίᾱ , ἐπιγαμία additional marriage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμίᾳ — ἐπιγαμίαι , ἐπιγαμία additional marriage fem nom/voc pl ἐπιγαμίᾱͅ , ἐπιγαμία additional marriage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγαμία — η (AM επιγαμία) [επίγαμος] 1. συγγένεια από γάμο, εξ αγχιστείας 2. ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικών τάξεων, φυλών, κρατών κ.λπ. μσν. ο γάμος ως επί πλέον συγγενικός δεσμός σε άλλους που προϋπάρχουν αρχ. δεύτερος γάμος … Dictionary of Greek
ἐπιγάμια — ἐπιγάμιος nuptial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμίας — ἐπιγαμίᾱς , ἐπιγαμία additional marriage fem acc pl ἐπιγαμίᾱς , ἐπιγαμία additional marriage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμίαι — ἐπιγαμία additional marriage fem nom/voc pl ἐπιγαμίᾱͅ , ἐπιγαμία additional marriage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμίαν — ἐπιγαμίᾱν , ἐπιγαμία additional marriage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпигамия — • Έπιγαμία, римское conubium, право вступления в брак, которое как в греческой, так и в римской древности (стоит лишь вспомнить борьбу плебеев о достижении conubium a с патрициями) считалось за выражение политического единства, т. к.… … Реальный словарь классических древностей
ἐπιγαμιῶν — ἐπιγαμία additional marriage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμίαις — ἐπιγαμία additional marriage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)